- δικηγορικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σχέση με το δικηγόρο: Όλοι οι δικηγόροι παίρνουν χρηματικό μερίδιο από το δικηγορικό σύλλογο.2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δικηγορικά η αμοιβή του δικηγόρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.