δικηγορικός

δικηγορικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με το δικηγόρο: Όλοι οι δικηγόροι παίρνουν χρηματικό μερίδιο από το δικηγορικό σύλλογο.
2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δικηγορικά η αμοιβή του δικηγόρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικηγορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικηγόρο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δικηγορικά α) η αμοιβή τού δικηγόρου β) περιοχή οικιστικού συνεταιρισμού δικηγόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δικηγόρος. Η λ. μαρτυρείται στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”